εξαπόλυση

εξαπόλυση
η
απόλυση, αμόλημα, ξαπόλυμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαπόλυση — η [εξαπολύω] 1. το να εξαπολύει κανείς κάποιον ή κάτι, η απόλυση, η άφεση 2. επείγουσα αποστολή («εξαπόλυση διαταγής») …   Dictionary of Greek

  • ακραφετήρας — ο μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ακραφέτηση, η εξαπόλυση τής αλυσίδας ή τού σχοινιού τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής ναυτικής ορολογίας. Αν δεν παράγεται απευθείας από το ακραφετώ*, αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου (πρβλ. αγγλ. chainslip)] …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • επίβρεξη — η 1. το βρέξιμο τής εξωτερικής επιφάνειας 2. ο τρόπος γονιμοποίησης τού ωαρίου με εξαπόλυση τού σπέρματος επάνω του, έξω από το μητρικό σώμα (όπως συμβαίνει σε ορισμένα είδη ψαριών) …   Dictionary of Greek

  • ερεθιστικότητα — Στη βιολογία και στη γενική φυσιολογία σημαίνει την ικανότητα του ζωντανού πρωτοπλάσματος να αντιδρά σε ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα με μεταβολή της σύστασής του, η οποία μερικές φορές δίνει πολύπλοκες αντιδράσεις. Αυτή η αντίδραση είναι σε… …   Dictionary of Greek

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροσόκ — Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100 130 V για 2 3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο… …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • χελώνιο — το / χελώνιον, ΝΜΑ [χελώνη] το όστρακο, το προστατευτικό κάλυμμα τής χελώνας νεοελλ. ζωολ. καθένα από τα μέλη τής τάξης χελώνια αρχ. 1. το όστρακο τού κάβουρα 2. το κυρτό μέρος τής ράχης («νῶτα τοίνυν ὑπ αὐχένι κείμενα τὸ μὲν ἔγκυρτον, χελώνιον… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”